Ο Κύκλωπας στέκεται ορθός στη γωνία του δρόμου. Θα περιμένω μερικά λεπτά και μετά θα πάρω τη στροφή στα αριστερά, για να μπω στη λεωφόρο.
Κάθε μέρα, εκατοντάδες αναμονές σε στροφές. Χιλιάδες λεπτά ξοδεμένα , από το άγνωστο σύνολο που μου είναι καθορισμένα για να πορεύομαι. Βαρύ και σκληρό νόμισμα ανταλλαγής ο χρόνος , πολλά και ακριβά τα διόδια σε αυτήν την τεμαχισμένη πόλη.
Κάθε φανάρι και ένας . Μονόφθαλμος, πότε με το ένα χρώμα, πότε με το άλλο. ‘Απειροι σε νούμερα οι σηματοδότες, μουγγοί Κύκλωπες. ‘Η, μήπως, έμπειροι;
‘Ιδιοι σε χιλιάδες κόπιες. Βλέπουν τα πάντα μα δε μουγγρίζουν, μόνο καταγράφουν. Αδιάφοροι. Ψυχροί. Για να στα αφηγηθούν αυτά που γίνονται στην πόλη, χρειάζεσαι δυνατή καρδιά , γερό μυαλό, ψυχή αρχαίου ταξιδευτή , και αντοχές ερημίτη για να τα αντέξεις, και δεν καταδέχονται να μπουν στον κόπο. Εμείς, είμαστε όλοι για αυτούς ο Κανένας, σε εκατομμύρια κλώνους.
Τα βράδια όπως τώρα, οι κινούμενες ανθρώπινες φιγούρες στις διασταυρώσεις και τα περάσματα γίνονται πιότερο σκιές και από πριν. Ούτως ή άλλως είναι η μορφή τους απροσδιόριστη, ή, μας βολεύει να φαίνεται απροσδιόριστη. Για να μην χρειάζεται να έχουν υπόσταση, όνομα, αιτία ύπαρξης. Τη νύχτα, το λίγο φως της κακοφωτισμένης πόλης βοηθά στο να σβήνονται, αντί να διαγράφονται, τα κορμιά.
Εξυπηρετεί να σκέφτεσαι ότι είναι επαγγελματίες, ότι επαιτούν εκ του πονηρού, ότι φήμες λένε ότι έχουν χιλιάδες ευρώ κάπου μαζεμένα και κρυμμένα. Εξυπηρετεί και το άναμμα του φαναριού, για να ξεφύγεις ,από τις παράπλευρες αυτές απώλειες : από τους εξαθλιωμένους ξένους που επιμένουν να σε καθαρίζουν, από τους σε απερίγραπτα σχήματα σακατεμένους και παραμορφωμένους ,που τους εκμεταλλεύονται οι ‘ιδιοκτήτες’ τους. Και από τους νεόπτωχους. Από πρώην ‘φυσιολογικούς’ , ανθρώπους της διπλανής πόρτας που τώρα ζητιανεύουν.
Τι κατηγορία και αυτή. Τι νέο είδος, τι νέο μέρος του λόγου. ‘Μα, υπάρχουν στ’ αλήθεια;; ναι;; ‘ με ρωτούν κάποιοι με απορία και δυσπιστία καμιά φορά, όταν επειδή οδηγώ πολύ , αποτολμώ που και που να αναφερθώ σε ιστορίες που παρατηρώ στους σηματοδότες.
Τι ενοχλητική αναφορά, αλήθεια.
Τρία λεπτά περιμένω στο φανάρι κοντά στην εθνική για να ανάψει. Απόψε, περιφέρεται εκεί ένας ηλικιωμένος, με άσπρη γενειάδα και έναν σκούφο μαύρο να καλύπτει κολλητά το κεφάλι του. Μου φέρνει παράξενα στο νου πρωταγωνιστές του Ταρκόφσκι.
Κάνει αρκετό κρύο έξω και βρέχει με στάλες ξυραφάκια.
Μπορώ να καταλάβω ότι θα στέκεται εκεί πολλές ώρες. Κάθε που σταματούν τα αυτοκίνητα, περπατά χωλαίνοντας, δύσκολα , από τον ένα οδηγό στον άλλο, όσο προλαβαίνει, σερνόμενος, τείνοντας το χέρι. Δεν του ανοίγει και δεν τον κοιτά κανείς. ‘Ερχεται σε μένα, και παρατηρώ μέσα από το τζάμι τη βαθουλωμένη μορφή του κρανίου του και το ζαρωμένο σκελετό κάτω από το βρωμερό παλτό. Ολόκληρη ιστορία ζωής από πίσω, ποιος ξέρει. Πόσες ταπεινές ραψωδίες να καταλάμβανε η δική του μικρή Οδύσσεια. Πόσα λάθη δικά του, ή όχι, πόσες ατυχίες, ποιες συνθήκες και πώς από το ξεκίνημα, ή και μετά, μπορεί να πήγαν όλα στραβά….ποιές επιλογές πήγαν λοξά, ποιες Κίρκες τον έχουν πια λησμονήσει και αδιαφορούν να τον μαγέψουν.
( Ναι μωρέ, ηθοποιία είναι, μην ασχολείσαι.)
Κατεβάζω το παράθυρο και του δίνω ένα ευρώ. Απομακρυνόταν ήδη, δεν το περίμενε.
Ούτε και εγώ δίνω συχνά. Τι να πρωτοκαταφέρεις.
Σταματάει σαν πετρωμένος. Παίρνει το ευρώ με το ένα χέρι, που βρωμάει και είναι κατάμαυρο. Με το άλλο του χέρι στηρίζεται σε ένα μπαστούνι της κακιάς ώρας και κουτσοπερπατά με μεγάλη δυσκολία.
Βάζει το ευρώ στην τσέπη, φανερά έκπληκτος. Και αμέσως, μου στέλνει φιλιά, με το χέρι, στον άερα, πολλά φιλιά.
Ξεκινώ γιατί έγινε πράσινο και αυτός ακόμα στέλνει φιλιά. Δεν είμαι καλή, άνθρωπέ μου, σκέφτομαι, απλά σε εσένα τώρα έδωσα, πιο κάτω ίσως όχι.
( ‘Ελα μωρέ, τι ασχολείσαι, επάγγελμα είναι. Μα, γίνονται αυτά; Τους πιστεύεις βρε χαζή ; ‘Ακου νεόπτωχοι. Τι μπανάλ αφέλεια που έχεις).
Στον καθρέπτη του οδηγού στιγμιαία τον βλέπω να τρέμει από το κρύο πίσω μου και να προσπαθεί με τη δική του ταχύτητα να ανέβει στο πεζοδρόμιο πριν τον χτυπήσουν τα οχήματα.
‘Αναψε από ώρα πια ο Κύκλωπας. Ψυχρός . Αδιάφορος. ‘Εφυγα.
E.B.