Συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη
Βασίλη, θα ήθελα, ξεκινώντας να κάνεις μια σύντομη αναφορά στα βιβλία ποίησης που έχεις εκδώσει. Παρουσιάσου!
Το
πρώτο βιβλίο φέρει τον τίτλο Η Κούπα του Τσαγιού (αποσπάσματα από τα
τετράδια ενός τραυλού Ερημίτη), και το δεύτερο τον τίτλο Ξύλο ξανθό π' αφράτεψε στο στόμα (αποσπάσματα απ΄τις γραφές ενός Εξόριστου). Kαι τα δύο κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Οδός Πανός, που είναι το πρώτο
μου σπίτι, και θέλω να το τιμώ με κάποια απ' τα βιβλία μου. Το πρώτο
κυκλοφόρησε το 2010 και το δεύτερο το 2012. Πρόκειται για δύο συνθέσεις,
χωρισμένες σε μέρη, που η καθεμιά απαρτίζεται από ένα συγκεκριμένο
αριθμό ποιημάτων, 27 και 32 αντιστοίχως, ποιήματα που στέκονται μόνα τους
αλλά και μαζί, σαν ομάδα ή οικογένεια. Στην ουσία είναι δύο ποιητικές
μυθιστορίες, που ξετυλίγουν, η καθεμιά με τον τρόπο της, τον χαρακτήρα
του Ερημίτη και του Εξόριστου. Ο Ερημίτης και ο Εξόριστος είμαστε εμείς.
Αποτελούν, συνεπώς, αυτά τα δύο βιβλία, προσπάθειες ανασύνθεσης του
βαθύτερου προσώπου μας. Στο σύνολό τους, περιέχουν ποιήματα εσωτερικού
τόνου, μεγάλης και μικρής έκτασης. Σε περιπτώσεις, θα χαρακτήριζε κανείς
αυτά τα ποιήματα ερμητικά. Τον καιρό αυτό ετοιμάζω ένα τρίτο ποιητικό
βιβλίο, που θα έλθει να ολοκληρώσει την τριλογία, και το οποίο θα
περιέχει ποιήματα πολιτικά, κοινωνικά, ερωτικά. H γλώσσα μου έχει
στρώσει, έχει γίνει πιο εξωτερική. Θα κυκλοφορήσει, Θεού θέλοντος, τον
Δεκέμβριο του 2014.Για το έτος που διανύουμε, ετοιμάζω ένα
παραμύθι-αλληγορία με αφορμή την κατάσταση που ζούμε. Θα κυκλοφορήσει από
τις εκδόσεις Κουκούτσι.
Πώς ξεκίνησες να γράφεις; Γιατί γράφεις;
Όταν
ήμουν παιδί, σκεφτόμουν σαν παιδί. Όταν ξυπνούσα, έγραφα ξόρκια για να
παίξω ξανά στον κήπο και στη θάλασσα. Μεγάλωσα κοντά στη θάλασσα, σε μια
μεγάλη οικογένεια που ήταν όλοι καπετάνιοι. Έτσι έμαθα από νωρίς να
περπατώ ξυπόλητος, γιατί όταν οι θείοι μου πηδούσαν από τα καίκια στην
αποβάθρα για να δέσουν τα σκοινιά στους κάβους, εγώ, ο πιστός
ακόλουθός τους, βιαστικός πάντα κι ανυπόμονος ξεχνούσα να βάλω τα
παπούτσια μου πριν τον μεγάλο πήδο. Θυμάμαι όμως λίγα πράγματα από
εκείνα τα χρόνια. Πέντε θαρρώ. Το πρώτο, να ξυπνώ, κι απ'τα ματόκλαδά
μου να περνά η πρώτη του κόσμου εικόνα: ο γαλάζιος ουρανός, η θάλασσα,
και μια παρέα ανθρώπων που γελούσε γύρω από το τραπέζι του μεσημεριού.Το
δεύτερο, η μυρωδιά του μηχανοστάσιου στα καράβια. Το τρίτο, ένα βράδυ του Αυγούστου που δραπέτευσα μέσα στην σκεπασμένη από φωτιά
ικεσία του γρύλου. Δίχως κίνηση καμιά, δίχως ταξίδι, αντιθέτως με
μεγαλύτερο βύθισμα των ποδιών στη ζεστή γη. Το τέταρτο, ένα κορίτσι,
μεγαλύτερό μου στα χρόνια, που ένα βράδυ στην Πόλη με αγκάλιασε
σφίγγοντας δυνατά το στήθος της πάνω στην πλατη μου. Και το
πέμπτο, με πληγιασμένα τα πόδια μου από τα αγκάθια, να ακολουθώ τον
πατέρα μου σε βράχους και αχούς μυστικών μπαξέδων της Μάνης. Γιατί όμως
σου τα αναφέρω όλα αυτά; Ίσως γιατί όταν μεγάλωσα, αυτα τα πέντε
πράγματα μού έδωσαν τον μπούσουλα για να πιστέψω και να απορρίψω, για να
αναστήσω και να σκοτώσω, για να ευλογήσω και να καταραστώ. Ίσως γιατί,
όταν μεγάλωσα, και σιγά σιγά σκοτείνιασε η ψυχή μου από την πολλή
περίσκεψη, ήρθαν αυτές οι θύμησες, εικόνες τις ονομάζω, και με βοήθησαν
να ιστορήσω, μαζί με τις άλλες, τις κακές, της ημέρας το πρόσωπο.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, πάλευα μέσα μου να ενώσω τον Διόνυσο με τον Απόλλωνα.
Βλέπεις σπούδασα φιλοσοφία, που άρχισα να την μελετώ στα δώδεκά μου!
Ήρθε λοιπόν η επαφή με τη σκέψη και υπέταξε μέσα μου τη ύλη.
Απομονώθηκα. Και για καιρό, το μόνο ζωντανό που είχα δίπλα μου ήταν ο
ήχος του ζεστού νερού στις σωλήνες του καλοριφέρ, τον χειμώνα, και το
σκοτεινό μου πρόσωπο στο μπαλκόνι, το καλοκαίρι πάνω στην ώρα που
σουρουπώνει. Δεν ξέρω όμως πως έγινε αυτή η σύνθεση που σου μιλώ. 'Ενα
πρωί ξύπνησα κι η πρώτη φράση που ξεστόμισα ήταν: Πρέπει να πιστέψω στην
δύναμη της ποίησης.Και πίστεψα! Είχα δει ένα όνειρο το βράδυ.Ήμουν,
λέει, μέσα σε έναν κήπο.Ο κήπος αυτός είχε πολλά δέντρα. Ήταν οι φίλοι.
Πιο μακρυά, σε άλλους κήπους, υπήρχαν κι άλλα δέντρα. Ήταν όλοι οι
υπόλοιποι άνθρωποι. Μαύροι, κίτρινοι, λευκοί, κόκκινοι. Υπήρχε κι ένα
δέντρο. Αυτό ήμουν εγώ. Άπλωνε λοιπόν αυτό το δέντρο τα κλαδιά του κι αγκάλιαζε τα άλλα δέντρα. Τί σήμαινε όμως αυτή η ομολογία πίστεως; Σήμαινε πως κρατούσα στα χέρια μου μια πέτρα, σκοτεινή και βαριά.Σήμαινε πως έπρεπε να τη ψηλαφίσω για να βρω τα πιο αμμώδη σημεία της,και αυτά να τρυπήσω για να περάσει από μέσα τους το φως.
Αυτή
η πέτρα δεν ήταν ο πόνος μου, ήταν ο πόνος των ανθρώπων που ένοιωθα
σαν δικό μου. Γιατί είχα μάθει στο μεταξύ πως εγώ είμαι ο άλλος. Εγώ ο
λογικός, ο υγιής, ο αναμάρτητος, ήμουν ο τρελός, ο άρρωστος, ο
δολοφόνος. Εν δυνάμει, εν ενεργεία, τι σημασία είχε. ΉΜΟΥΝ. Και η γραφή
αποτελούσε το όχημα για να υψώσω τους νεκρούς, πεθαμένους ή μη.Αυτή η
διαπίστωση ήταν και η πρώτη σχηματοποίηση της εμπειρίας της γραφής.
Λειτούργησε καλά τον πρώτο καιρό. Τώρα δεν την πολυπιστεύω. Αφομοιώθηκε
από την επόμενη. Αφού κατάλαβα πως ούτε Διόνυσος ούτε Απόλλωνας υπάρχει
( τουλάχιστον όχι ως διακριτές υποστάσεις), πως όποιος τους διακρίνει,
υπηρετώντας πότε τον έναν και πότε τον άλλον, είναι γιατί η καρδιά του
δεν έχει ακόμα βαστήξει πόνο, είναι γιατί τα χέρια του αρνούνται να
σκύψουν πάνω στη λάσπη και να την πιάσουν, κατάλαβα επίσης ότι όλα είναι
ένα, - η γη και ο ουρανός,η αιωνιότητα και ο χρόνος, η ακινησία και η
κίνηση, η ζωή και ο θάνατος. Έτσι συμπέρανα ότι γράφω για έναν και μόνο
λόγο. Γιατί αν σταματήσω να γράφω, θα πάψω να σέβομαι τον εαυτό μου. Η
προσωπική μου θλίψη βοήθησε πολύ στην απλή αυτή διαπίστωση.
'Εχεις λογοτεχνικά πρότυπα;'Aν ναι, ποιά είναι αυτά;
Δεν
έχω λογοτεχνικά πρότυπα και οι σχολές με αφήνουν αδιάφορο. Μελετώ τους
αληθινούς ποιητές. Και τους αγαπώ όλους εξίσου. Η μελέτη είναι πολύ
σημαντικό πράγμα. Απαραίτητη για όσους θέλουν να υπηρετήσουν τα
γράμματα. Βέβαια, καθώς μεγαλώνεις, διαμορφώνεις τα ενδιαφέροντά σου.
Με ενδιαφέρει η ποίηση και η φιλοσοφία. Αλλά αυτά είναι ποτάμια που μέσα
τους χύνονται πολλά νερά. Τα ακολουθώ όλα. Η ανάγνωση είναι μια τέχνη
που λίγοι ξέρουν να την ασκούν. Απαιτεί σιωπή και πολλοί "ποιητές" δεν
διαβάζουν γιατί η σιωπή δεν αντέχεται από όλους τους ανθρώπους.
Τελευταία κατάλαβα ότι βάζουμε τον εαυτό μας σε καλούπια. Να μελετήσω
αυτό, έπειτα εκείνο, όχι το άλλο! Είναι καλό να το λέμε τούτο, είναι
όμως καλύτερο να θέτεις στον εαυτό σου το ερώτημα, τι δεν ξέρω; Θέλω να
μάθω; Αυτό το ''θέλω'' κάνει όλη τη διαφορά, μα λίγοι το ξέρουν. Μελετώ
επίσης την φύση. Έχω μάθει πολλά για το πώς θέλω να γράφω από το
κλάδεμα της ελιάς. Όπως φαντάζομαι ξέρετε, την ελιά πρέπει να την
κλαδεύεις με τρόπο. Τα κλαδιά που υψώνονται προς τον ουρανό πρέπει να κόβονται αν θέλεις το δέντρο σου να δώσει καρπούς. Πρέπει επίσης να κόβονται τα κλαδιά που στρέφονται προς το εσωτερικό του δέντρου. Γιατί αν δεν το
κάνεις, το δέντρο θα πιάσει υγρασία. Έτσι και με τη γλώσσα. Αποφεύγω
την έπαρση, την εγωκεντρική δυσχέρεια στην έκφραση, και προσπαθώ να
σκοτώνω μέσα μου τον ομφαλοσκοπισμό, τα σκοτεινά και υπέροχα νοήματα, τα
εγκεφαλικά κομπρεσέρ όπως τα ονομάζει ένας φίλος μου ποιητής, ο Αντώνης
Γκάντζης. Αυτό το τελευταίο, τώρα τελευταία μαθαίνω να το κάνω. Και
μάλλον λειτουργεί.
Tρία βιβλία ποίησης που σε σημάδεψαν.
Τα
βιβλία που με σημάδεψαν είναι αρκετά. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο.
Μπορώ όμως να αναφέρω δύο ποιήματα που εκφράζουν ιδανικά τα δικά μου
θέλω μου στην ποίηση. Το πρώτο είναι του Χαίλντερλιν και έχει τίτλο
«Στους νέους ποιητές»:
Η τέχνη μας ωριμάζει, ίσως αγαπημένα αδέλφια,/ γιατί, γοργά, όπως ο έφηβος,
από καιρό τώρα, στου Κάλλους/ την ηρεμίαν υψώνεται'/ ευσεβείς να είστε
μόνον, όπως ο Έλληνας ήταν.//Λατρεύεται τους Θεούς και φιλικά τους
θνητούς να συλλογιέστε./ Μισείτε τον θόρυβο, σαν την παγωνιά!//Περιγραφές, διδασκαλίες, μην κάνετε./ Αν σας φοβίζει ο
δάσκαλος,απ΄την μεγάλη φύση συμβουλή ζητάτε.
Το δεύτερο είναι ενός κινέζου ποιητή του 13ου αιώνα, του Σιν Γιεου-γκαν, και έχει τίτλο «Τραγούδι»:
Τη γεύση, νέος, δεν ήξερα του πόνου./ Στο κιόσκι μου αγαπούσα ν' ανεβαίνω./ Στο κιόσκι μου αγαπούσα ν' ανεβαίνω,/ Στίχους ωραίους να
γράφω για τον πόνο.// Τη γεύση ξέρω, σήμερα, του πόνου./Θα 'θελα να την
πω, δεν προλαβαίνω./Θα 'θελα να την πω, δεν προλαβαίνω,/ Και ''τι καλό
φθινόπωρο!'' λέω μόνο.
Η μετάφραση του πρώτου ανήκει στον Άρη Δικταίο, και η δεύτερη είναι του μεγάλου και λησμονημένου μεταφραστή και λογοτέχνη Πέτρου Δήμα.
Νομίζω ότι το νόημά τους είναι ξεκάθαρο. Αλλά αν θα μπορούσα να πω κάτι
πάνω στο δεύτερο ποίημα, και σε σχέση πάντα με την ερώτηση σου,είναι
ότι τα ποιήματα που με σημαδεύουν είναι εκείνα που είναι τραγικά χαρούμενα ή τραγικά θλιμμένα. Αυτά τα ποιήματα έχουν τη δύναμη να
βγαίνουν έξω από το χαρτί, να σου χτυπάνε το μάτι, την καρδιά, να σε
κάνουν να δακρύζεις ή να χαμογελάς από ευγνωμοσύνη. Αυτά τα ποιήματα
είναι λίγα. Η αληθινή ποίηση είναι κάτι απίστευτα τραγικό. Επίσης,
ποίηση που δεν δοξάζει την ζωή, και δεν έχει υμνητικό χαρακτήρα ,για εμένα δεν νοείται ως τέτοια.Κι αυτό που λέω τώρα δα δεν έχει σχέση με τα θέματα που αγάπα ο ποιητής να εξετάζει και να μας ιστορεί με τον ιδανικότερο τρόπο.
Υπάρχουν χιλιάδες ορισμοί για την ποίηση,αν και η ποίηση δεν χωρά σε ορισμούς,όπως και κάθε τέχνη.Θα θελα τη δική σου προσέγγιση....
Η ποίηση και η αγάπη δεν ορίζονται. Αυτό δεν σημαίνει πως όταν διαβάζεις
ορισμούς για την ποίηση, πρέπει να υποψιάζεσαι ότι αυτός που τους
γράφει, τη στιγμή που τους γράφει, δεν αγαπά την ποίηση. Κάνει το
παιχνίδι του απλώς. Δεν μιλάει σοβαρά. Κι αν μιλάει σοβαρά, είναι
ανόητος.
Ποίηση και διαδίκτυο.
Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά η τυπωμένη ποίηση, η ποίηση στο χαρτί, βρίσκεται στο φυσικό της σπίτι. Eξηγούμαι : μέρος της γοητείας της ποίησης είναι ότι είναι το μοναδικό
είδος λόγου που βρίσκεται τόσο κοντά στη γη. Εννοώ, στις πέτρες, στο νερό, στη λάσπη, στα ούρα, στις κατσίκες,στον θάνατο...Και εφόσον το χαρτί προέρχεται από την φύση με έναν τρόπο που είναι πιο άμεσος θαρρώ από την άχαρη οθόνη του υπολογιστή μας, η ποίηση και το ποίημα νοιώθουν πολύ άνετα μέσα σε αυτό.
Στην πράξη, η συμφωνία είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη. Ο ποιητής που
φτιάχνει μόνος του το βιβλίο του, πιστεύει ότι η διαδικασία επιλογής
του μεγέθους, του χαρτιού και του γράμματος είναι πολύ σπουδαία γιατί
συνεχίζει την διαδικασία της συγγραφής. Το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο.
Δυστυχώς, λίγοι ποιητές σήμερα γνωρίζουν τα της τυποτεχνίας- ο
Γεωργούσης και ο Γκάντζης, είναι οι μοναδικοί από τους παλιούς που
επιμένουν. Και ο Σελαβής ξεχωρίζει σε αυτόν τον τομέα απ' τους
νέους δημιουργούς. Ωστόσο, με όλα αυτά που σου γράφω, δεν θέλω να
υποτιμήσω τον ρόλο του διαδικτύου. Σιχαίνομαι βέβαια να ακούω από τους
φορείς των ηλεκτρονικών περιοδικών να λένε ότι είναι εκδότες με την ίδια
ευκολία που λέω εγώ ή ο Αγγελής, ότι είμαστε εκδότες, και μάλιστα
δικαιωματικά, τη στιγμή που πληρώνουμε αδρά για να εξασφαλίσουμε την
ποιότητα στις παραγωγές μας. Το διαδίκτυο, από την άλλη, βοηθάει, στην
προώθηση, αν αυτό είναι το ζητούμενο, και σίγουρα βοηθάει στην
ενημέρωση, που είναι κάτι καλό.
Ποιά ανάγκη γέννησε το Περιοδικό «Κουκούτσι», σε ποιούς απευθύνεται και μια αναφορά στους βασικούς συνεργάτες και το ποιόν τους.
Πρώτα απ' όλα, θέλω να ονομάσω τους βασικούς συνεργάτες. Είναι τρεις.Ο
Κώστας Λιννός, ο Παναγιώτης Ράμμης, και ο Δήμος Μαρουδής. Είναι ποιητές. Ο
Κώστας έχει εκδόσει τρία βιβλία ποίησης, και μάλιστα το τρίτο
κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Ο Κώστας είναι ένας
πολύ καλός ποιητής. Ασχολείται δε συστηματικά με την μετάφραση. Ο Πάνος,
είναι μια άλλη περίπτωση. Ποιητής κι αυτός βέβαια, και μάλιστα δυνατός,
με τέσσερα βιβλία στο ενεργητικό του, αλλά τώρα τελευταία γράφει πεζά
κείμενα. Τι να τον κάνουμε; Το τελευταίο του βιβλίο λέγεται Η Έρημος και
η Ζούγκλα. Είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα για την βία και την
κάθαρση του ατόμου. Ο Δήμος πάλι, είναι ο διανοούμενος της παρέας,
φιλόσοφος από γεννησιμιού του. Τον θεωρώ έναν πολύ σπάνιο διανοητή. Όλοι μαζί κάνουμε την επιλογή της ύλης. Οι συνεργάτες μου είναι πολύ βασικοί
στη δουλειά που γίνεται. Χωρίς αυτούς το «Κουκούτσι» δεν θα είχε
καταφέρει να βγάλει ούτε καν το δεύτερο τεύχος. Θέλω όμως να τονίσω:
συνεργάτες του περιοδικού είναι όλοι όσοι γράφουν για το περιοδικό: το
περιοδικό είναι αυτοί. Τώρα, όσον αφορά, την ιστορία του περιοδικού, το
«Κουκούτσι» γεννήθηκε τον Ιούνιο του 2009, και αριθμεί ήδη το 8ο τεύχος.
Υπήρξε το πρώτο περιοδικό της νέας εποχής των περιοδικών στην Ελλάδα.
Κυκλοφορεί δύο φορές τον χρόνο, και μας βοηθά ο Γιώργος Χρονάς στην
διανομή του. Η ανάγκες που το γεννήσαν είναι πολλές: η ανάγκη για
επικοινωνία, διάλογο, και πολυφωνία, ανάγκη για περισσότερη άγνωστη
ποίηση στα Ελληνικά (όπως ενδεχομένως γνωρίζετε, το περιοδικό
βασίζεται κυρίως στις μεταφράσεις του και στα παράξενα αφιερώματα), η
ανάγκη για την προβολή νέων ποιητών που δοκιμάζουν τα πρώτα τους βήματα
και την εδραίωση μερικών παλαιότερων φωνών που στα χρόνια της ακμής τους
δεν στάθηκαν τυχεροί, είναι μόνο μερικές απ' αυτές. Τέλος, το περιοδικό
μας απευθύνεται σε ποιητές κι εραστές της ποίησης, ή απλώς σε
ανθρώπους που θα ήθελαν να πάρουν μια γεύση από καλή ποίηση.
Τί φιλοδοξεί να πετύχει το «Κουκούτσι» μέσα στους καιρούς που διανύουμε;
Να διαμορφώσει αναγνώστες ποίησης. Ελληνικής και ξένης.
Με τί κριτήρια γίνεται η επιλογή της ύλης;
Με κριτήριο την αγάπη μας για την ποίηση. Ό,τι είναι βαλμένο σε στίχους, δεν είναι κατ' ανάγκην ποίημα. Επίσης, δεν μας ενδιαφέρουν τα βιογραφικά αλλά το ποιήματα. Τούτο δεν
είναι αυτονόητο. Δεν μας ενδιαφέρουν
τα ελληνοκεντρικά θέματα, αλλά ο συνδυασμός εντοπιότητας και κοσμοπολιτισμού. Μας αρέσουν οι καλές μεταφράσεις άγνωστων ποιημάτων.
Μας αρέσουν επίσης τα αφιέρωμα στην ποίηση της καθ' υμάς Ανατολής, σε
όχι και τόσο γνωστούς ποιητές, και σε πράγματα που αφήσαν εποχή αλλά
ξεχάστηκαν από τους επόμενους. Μας αρέσουν τέλος τα δυνατά δοκίμια για
την ποίηση, η θεωρία της ποίησης δηλαδή, αλλά με μέτρο.