Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Σωτήρης Σελαβής, «Περί Ποίησης» (Δοκίμιο, 2005)


Ενίοτε υπάρχει μια αυτόματη γραφή, θα έλεγα καλύτερα μια μηχανική κα­τα­γρα­φή στίχων που λες και υπαγορεύονται. Σαν μια αναπόφευκτη και βίαιη ε­ξαγωγή πρώ­της ύλης, που μπορεί να δώσει το ποίημα, μπορεί και να μην δώσει τί­ποτε. Μπορεί να δώσει στίχους ή θραύσματα στίχων, μπορεί και μόνον μια λέ­ξη, που αργότερα θα γίνει ποί­ημα. Ουσιαστικά το ποίημα εκδηλώνεται ή ακριβέστερα εκδηλώνει την κυοφορία του. Α­κό­μη κι αν η πρώτη απόπειρα εγγράφεται με ήρεμο και προμελετημένο χέρι, δεν παύει να είναι ή πρώτη, όσο κι αν η τελική βρί­σκε­ται κάποτε σε απόσταση αναπνοής. Γι' αυτό, κι ας με γοήτευε ο υπερρεαλισμός, ί­σως κι επειδή οι ζωγραφικές καταβολές μου ανακά­λυ­ψαν σε αυτόν ψήγματα μιας α­νεξέλεγκτης εικονογραφίας, η αυτόματη γραφή του δεν μου αρκούσε ως λογική τε­λικού προϊόντος. Μάλλον βρίσκομαι κοντύτερα στη ρήση του Βα­λε­ρύ, πώς το ποί­ημα δεν τελειώνει ποτέ. Η όποια ορμητική καταρροή στίχων στο χαρτί μπο­ρεί να είναι αποτέλεσμα εκλάμψεων, αλλά μπορεί και να είναι αντανακλαστι­κή αντίδραση, ενδεικτική ενός ψυχισμού, όπως ενός άλλου η αντίδραση, στον εκνευ­ρι­σμό ας πούμε, είναι να γρονθοκοπήσει τον τοίχο.

Νομίζω πως ανακάλυψα την ποίηση, ως αναγνώστης, μέσα από μια κά­πως πα­ρω­χη­μένη ρομαντική αντίληψη γι' αυτήν: η ποίηση ως αποκάλυψη του κό­σμου, και οι ποι­η­τές ως πρεσβευτές αλήθειας πάνω από τον γκρεμό των μυ­στη­ρίων. Αλλά ό,τι σε γο­η­τεύει γίνεται οδηγός σου, και δεν άργησα να δια­σταυ­ρω­θώ με τον ανανεωτή Μπωντ­λαίρ, που στράγγιξε την παρατήρηση, με τον πυ­ρο­τεχνουργό Ρεμπώ και, φυσικά, τον Μαλ­λαρ­μέ, ο οποίος και παρέδωσε καθαρή την ποίηση στον Βαλερύ. Κάθε ανάγνωση, α­κό­μη και του ίδιου έργου, είναι και μια διαφορετική γωνία θέασης-πρόσληψης του κειμένου. Κι αν στη ζωή ισχύει το κατά Ρίλκε «μαθαίνω να βλέπω», η τέχνη, ως ο καλύτερος μα­θη­τής της (Ό­σκαρ Ουάιλντ), συγκατανεύει. Τελικά, ρομαντικότητα είναι δεν παρά η αίσ­θη­ση μιας τραυματισμένης ομορφιάς που νοσταλγεί το αύριο της. Μια αίσθηση που ε­νυ­­πάρ­χει τόσο σε ένα ποίημα αγγλικού ή γερμανικού ρομαντισμού, όσο στο He wishes for the Clothes of Heaven του Γέητς ή στο La belle dame sans merci του Μοντάλε ή στο Μο­νόγραμμα του Ελύτη. Όπως λυρικό μπορεί να είναι ε­ξί­σου ένα σονέτο του Καβαλ­κά­ντι, οι Τρεις αναμνήσεις από τον ουρανό του Ρα­φα­έλ Αλμπέρτι και οι Επιθυμίες του Κα­βά­φη, ασχέτως αν ο παραδοσιακός λυ­ρι­σμός μεταλλάσσεται ή και γειώνεται, όπως συμ­­βαίνει στον Έλληνα δημιουργό ή στον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό. Και, μια και γίνε­ται λόγος, περισσότερο από τον Έλιοτ προτιμώ τον Πάουντ, τον Στήβενς, τον κάμμιν­γκς. Επί τροχάδην και ά­ρα ελλιπώς, διακρίνω επίσης τη δική μας γενιά του '30, τον Κα­ρούζο (ε­πι­λε­κτικά), τον Παπαδίτσα της πρώτης περιόδου, την πρώτη Δημουλά, τον Ασλά­νο­γλου. Τη μεγάλη ιταλική ποίηση του εικοστού αιώνα ως τον Βαλέριο Μα­γκρέλ­λι. Τον Ζαμπές, παρά τα ελάχιστα μεταφράσματα στη γλώσσα μας, τη διά­τρη­τη γραφή ακρι­βεί­ας του Τσέλαν. Το Βιβλίο της ανησυχίας του Μπερνάρντο Σο­ά­ρες, αλλά και τους υ­πό­λοιπους ετερώνυμους του Πεσσόα [...]

Η ποίηση είναι, πάνω από όλα, μια υψηλή απόλαυση. Στις μέρες μας, βέ­βαια, σπα­νιότατα αναζητά κανείς στην ποίηση τη συγκίνηση. Το ρόλο αυτό φαί­νε­ται να τον έ­χει αναλάβει εξολοκλήρου το μυθιστόρημα, αλλά ένα μυθιστόρημα ως υποκατάστατο τη­λε­ο­πτικού σίριαλ. Κανείς δεν διατείνεται ότι η ποίηση μπορεί να έχει την αποδοχή ε­νός reality, ούτε και αποτελεί επιδίωξή της, αλλά η μοναξιά της είναι πρωτοφανής. Εκδίδεις βι­­­βλίο και είναι σαν να μην συμβαίνει τίποτα, και για σένα, αφότου συνέλθεις όντας δαφ­νο­στεφής, και για τους κριτικούς, που λες και προχωρούν σε ναρκοπέδιο. Οι αναγνώ­στες φυσικά υπάρχουν, αλλά μοι­ά­ζουν αποστασιοποιημένοι ή κρυμμένοι πίσω από κατακτημένα λογοτεχνικά γού­στα. Καμιά φορά έχω την αίσθηση πως το εκδοτικό σύ­στη­μα δεν είναι παρά μια απέραντη γραφειοκρατία θυρωρών και οι θιασώτες της ποίη­σης ένα γκέτο με­τρι­ό­τατων παραγωγών κειμένων μέσα στην ούτως ή άλλως απαξίωση του πνευ­μα­τι­κού γίγνεσθαι. Ίσως το μοναδικό κοινό της σύγχρονης ποίησης να είναι οι δη­μι­ουργοί και μελετητές της, οι οποίοι έχοντας εξασφαλισμένο ένα κάποιο πο­λι­τι­στι­κό sta­tus symbol, στρογγυλοκάθονται αναμοχλεύοντας στάσιμα νερά. Πώς τό­τε να αδι­κή­σεις τους αναγνώστες; Υπάρχουν φυσικά εξαιρέσεις και από την πλευ­ρά της δημιουρ­γί­ας και από την πλευρά της προώθησης, άνθρωποι που πι­στεύ­ουν στη λογοτεχνία. Πί­στη: μια λέξη-κλειδί στην μεταμοντέρνα απουσία των πάντων;

Δεν είμαι ούτε θεωρητικός της λογοτεχνίας ούτε δόκιμος δο­κι­μι­ο­γρά­φος. Με την ανασφάλεια της έκθεσής τους, καταχωρίζω ορισμένες σκέψεις μου γύρω από την ποιητική δημιουργία, όπως την αντιλαμβάνομαι λίγο πριν κλεί­σω τα είκοσι οχτώ μου χρό­νια. Σκέφτομαι πως η σύγχρονη ποίηση, ίσως ε­πειδή εξήντλησε τον όρο δυσνόητη, ί­σως επειδή παιδεία πλέον νοείται η προ­σαρ­μο­στικότητα στις ραγδαίας απήχησης τε­χνο­λογίες επικοινωνίας, έχασε την α­με­σό­τητα της. Έπειτα, όλες αυτές θεωρίες έγιναν τόσο αδηφάγες, που τελικά την κα­τατρόπωσαν. Όταν η ποίηση ανεβαίνει τα σκαλοπά­τι­α της ακαδημίας, θυμίζει νύφη που εγκαταλείπει για πάντα το δωμάτιό της προς χά­ριν του συζυγικού με το διπλό κρεβάτι και τα κομοδίνα. Αυτό είναι και καλό και κα­κό. Εγώ θα στα­θώ σε αυτό που χάνεται, γιατί ποίηση σήμερα, περισσότερο από ποτέ, εί­ναι αυτό που χάνεται. Μπορεί πράγματι να μην έχουμε πια τίποτα άλλο, παρά μονά­χα την απουσία του Θεού (Τζώρτζ Στάινερ)[5], αλλά ακόμη και σήμερα «στον θεό αρέ­σουν τα κοριτσάκια και το αύριο και η γη»[6], επειδή έτσι το θέλησε ο κάμμινγκς το 1958, και επει­­δή η μεγάλη ποίηση κάνει θρύψαλα κάθε προγραμματική δήλωση, κά­θε επιτη­δευ­μένη βεβαιότητα. Μέσα από το βίωμα της καθολικής απώλειας, φαί­νεται πως η ποίηση θα ξα­νανιώσει υπερβατικά, αφού ο κόσμος είναι ένα my­ste­rium tremendum, στο βαθ­μό που τα πράγματα παραμένουν ακαταμέτρητα, α­νερμήνευτα. Τι χρώμα έχει η ελ­πί­δα; Πώς αγ­γ­­ί­ζει η νοσταλγία; Μπορείς να ονειρευτείς μια ποίηση που επιτέλους θα α­να­και­νίσει τις αισθήσεις; Που θα σε μα­θαί­νει να βλέπεις, να ακούς, να μυρίζεις, να αγγί­ζεις; Να δια­­­­­σώ­ζεις το σώμα σου; Αν ναι, αυτός θα είναι ο ρόλος της. Γιατί η ποίηση εί­ναι αποστολή. Έτσι ήταν και έτσι θα είναι.

[1] Το καταγράφω από μνήμης, δεν θυμάμαι τον μεταφραστή.
[2] Όπως παραπάνω.
[3] Alfonso Berardinelli, «Ποίηση: δεν πρόκειται, ακριβώς, για παιδικό σταθμό», μτφρ. Σωτήρης Παστά­κας, Ποίηση, τχ. 7, άνοιξη-καλοκαίρι 1996.
[4] Μτφρ. Γιώργος Μπλάνας.
[5] George Steiner, «Πραγματικές παρουσίες», μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Ποίηση, τχ. 17, άνοιξη-καλοκαίρ 2001.
[6] e.e.cummings, 33x3x33, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, Νεφέλη, Αθήνα 2004.

(Πρώτη δημοσιεύση: «Αφιέρωμα στη Νεότερη Ελληνική Ποίηση», Ποίηση, τχ. 25, άνοιξη-καλοκαίρι 2005, σ.174-178)