Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δύστυχα δίστιχα

 

 

Να επιστρέφεις στη πονεμένη αιτιότητα της μέρας
σαν κάθαρμα που βλαστούς ομορφιάς αιμορραγεί
Την τέφρα της προσευχής να τινάζεις στην έρημο
λες και τα πουλιά θα αναζητήσουν τις άκαρπες πηγές
Κορώνα γράμματα τον θηρευτή της νύχτας να ορίζεις
τα ασημένια βήματα κυκλώνουν τις αθάνατες εικόνες των νεκρών
Αθώα ηττημένος
σε γενετήσια δροσιά να κατέρχεσαι
Κάτω από τις σκάλες – ο ίλιγγος
κάτω από τον ίλιγγο – το μέλι της σιωπής
Τα τύμπανα των μηρών πάνω στο λεπίδι του καλοκαιριού
αμέριμνα πλουτίζουν
Τα πλήκτρα παίζουν μια θεσπέσια φρικωδία
φορώντας κόκκινες κορδέλες κεραυνού

***

Οι ποιητές που ξέρω

Εχουν ρυτίδες
που πάνω τους ανθίζουνε
μηλιές
τα χέρια τους
κοντεύουν στις πηγές
καταρρίπτοντας λευκά φτερά
γυρεύουν ένα στήθος
σπασμένο πηλό
και από το στόμα τους
γκρεμίζεται
η νότα του μεσημεριού
Οι ποιητές που ξέρω
αμίλητα αδέρφια έχουν
τις λέξεις τους
τις νύχτες βγάζουν
τα ρήματα
να ουρήσουν στα έρημα πάρκα
και καπνίζουν
σέρτικα επίθετα
για να δίνουν στόχο
Οι ποιητές που ξέρω
έγιναν το εξάνθημα
της όρασης
και όταν ανοίγουν μια πόρτα
τρέχει σιντριβάνι
η φωτιά
και τους ανάβει.

***
ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Όχι άλλα ανδραγαθήματα -
Ούτε για αδένες θρήνων
Σε παλιά πωρόλιθα δάχτυλα
Μήτε για πεποιημένες ασπίδες
Που μας γλίτωσαν απ’ τα δαγκώματα.
Τίποτα να μην γράψω
Τίποτα να μην θέλω
Μόνο να βλέπω το ποίημα να με συντρέχει
Καθώς θα γερνάω
Με σπασμένα τακούνια να γυρνάει σαν αρουραίος
Κάτω από τα έπιπλα
Μέσα στα μάτια μου να τρέχει
Και η άμμος να ανθίζει πανικούς
Τίποτα να μην με μέλει
Να υπογράφει μόνο του θανατικές καταδίκες
Να μιλάει από μνήμης για γαντοφορεμένες γυναίκες
Που έζησαν στον πάτο μιας συμφόρησης
Μα και για κείνα τα μόρια του ξυδιού
Που μου αναλογούσαν στο σκοτάδι
Τίποτα να μην γράψω
Τίποτα να μην θέλω

Να μου δοθεί μόνο η χάρη
Να ξαναβρώ αυτούς που με περίμεναν
Κάτω από τους αρμούς των λέξεων.

***

Εμπυρη πιθανότητα

Λέω
Μαθαίνω απ’ την αρχή
Τα οστά των λέξεων
Στο σκελετό
Της πέτρας
Ολομόναχος.
Λέω
Η σάρκα του νερού
Θα με σκεπάσει
Με μια μακρόσυρτη μνήμη πυράς
Εξόριστη σκουριά
Που ξέμεινε στη φαγωμένη άμμο
Λέω
Θα σβήσω το δέρμα
Με νέες ολοκάθαρες πληγές
Ενώ η φωνή
Θα με λυτρώνει από τραγούδια
Λέω
Ταγμένος είμαι
Σε παρανάλωμα
Τα εμπύρετα χέρια να κρύβω
Λέω δεν είμαι εγώ
Ούτε ένας άλλος.
Είμαι ο ίδιος
Μεταμφιεσμένος
Πάμπλουτος
Από
Διψασμένο
Δηλητήριο.

***

Τρίστιχα για την άχνη του δρόμου

Ενας ουρανός ζεματισμένο τσιγάρο.
Χαθήκαμε στη μηχανορραφία των χρωμάτων
θα μας βρει το ανεπίδοτο άσπρο της λέξης.

Διαγωνίως του ψυχοβάλτου
ο τρυπημένος βράχος του πρωινού
μαχαιρώνει τα βλέφαρα με καθρέφτες.

Το μυογράφημα μιας παλιάς φωτογραφίας
άξαφνα οι παλιοί εχθροί γίνονται διάφανοι
φίδι γερόλυκος τους ραντίζει με το σπασμένο μάρμαρο του χρόνου.

Είναι ένας σκύλος που διασχίζει τις χούφτες μου
αγγίζει ένα βάθος όλο δέντρα
τους βάζει φωτιά, ο σκύλος, ο εμπρηστής.

Στο τέλος άρχισαν να φτιάχνουν στίγματα από γαλάζια νερά,
να πλάθουν ανήμπορες φλόγες και τσέπες γεμάτες συλλαβές
στο τέλος άρχισαν να φτιάχνουν ένα πρόσωπο.



Κολχόζ παράδεισος, του Αλέξη Καζαντζίδη


Τον παλιό καλό καιρό, όταν ακόμα υπήρχε το οχτάωρο, τα Σάββατα έπινε κι ο… Θεός τον καφέ του. Φούμαρε στη ζούλα, κρυφά απ' το Αγιον Πνεύμα και κάνα τσιγαράκι, κοίταζε ο Πλάστης την πλάση -τα πάντα εν σοφία ποιήσας χαμογελούσε ευχαριστημένος- άγνωστοι αι βουλαί Του, και το 'ριχνε στις βόλτες.

Η αλήθεια είναι ότι ο Πανάγαθος το παράκανε. Όλο σε τριήμερα ξεχείλωνε τα γουήκ εντ. Από μια πλευρά κατανοητό, είναι και πολλά τα τέκνα του. Άρχιζε από Παρασκευή, διάλεγε και πήγαινε σε κάποιο τζαμί, στη Βαγδάτη ή στην Καζαμπλάνκα, έπιανε κουβέντα με τους πιστούς, μάθαινε τα βάσανα του ντουνιά - όλα είναι γραμμένα αναστέναζε-

Από το Σάββατο διάλεγε μια Συναγωγή στο Βερολίνο ή στη Νέα Υόκρη και πήγαινε να ακούσει ξανά στην αρχαία γλώσσα ιστορίες απ' την εποχή που ήταν ακόμα ο κόσμος νέος.

Τις Κυριακές ο Παντοδύναμος περνώντας πότε από ένα εκκλησάκι στο Αιγαίο και πότε από μια γοτθική Καθεδρική της κεντρικής Ευρώπης, έκλεινε την τριήμερη σχόλη του, βλέποντας το ηλιοβασίλεμα στην Παταγωνία ή πηγαίνοντας θέατρο στη Μόσχα...

Μεγαλεία.

Το πάλαι ποτέ, όταν ο Κτίστης έχτιζε τον Κόσμο εργαζόταν έξι ημέρες και αναπαυόταν την έβδομη. Όμως με τους αιώνες, όταν το μέγα μέρος της εργασίας ανέλαβαν οι άνθρωποι, συνταξιούχος πλέον ο Δημιουργός επέτρεψε στον εαυτόν Του την πολυτέλεια του γουηκ εντ άντε κι ορισμένων ακόμα αργιών: του άρεσε η 4η Ιουλίου είχε χαζοχαβαλέ, και την ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης στο Νεκροταφείο υπέβάλλε τα σέβη του κι οπωσδήποτε γιόρταζε με τους Κινέζους κάθε χρονιά το νέον έτος. Χόρευε μέσα στους χάρτινους δράκους και πάνω στα πυροτεχνήματα ή έπλεε μέσα σε ένα φαναράκι πάνω στο Κίτρινο Ποτάμι.

Την πρώτη φορά που άκουσε ο Πάνσοφος ότι «χαλάει την πιάτσα», δεν πίστευε στα αυτιά του.

Κι όμως! ένας Καλβινιστής πάστορας από την Ελβετία κι ένας Ευαγγελικός ραδιοφωνικός ιεροκήρυκας από τη Γιούτα, δήλωναν urbi et orbi ότι ο Θεός το έχει παρακάνει με τον τρόπο που ζει χαλαρά, χωρίς να παράγει, όλο ταξιδάκια.

Kι επιτέλους! δεν καταλαβαίνει ο τα πανθ' ορών ότι έτσι τίθεται εν κινδύνω το ασφαλιστικό σύστημα;

Πόσον καιρό σκοπεύει ακόμα να ζήσει;

Και ώς πότε οι σκληρά και τίμια εργαζόμενοι άνθρωποι θα Του πληρώνουν εισφορές τους για να πηγαίνει ο Πανταχού Παρών δώθε κείθε, ταξιδάκια στο Μάτσου Πίτσου και το Χονγκ Κονγκ;

Ηταν να μην αρχίσει η γκρίνια.

«Τι προσφέρει ο Αμνός;» ούτε καν φόρους πληρώνει, είναι ακτήμων. Ούτε καν πιστωτική κάρτα διαθέτει, είναι παρίας· κλοσάρ, αποσυνάγωγος.

Μυρμήγκια οι άνθρωποι και τζίτζικας ο Θεός; Πού ακούστηκε;

Προσπάθησε να ορθώσει έναν αντίλογο ο Παντογνώστης (συμβουλευόμενος καλού-κακού και τον Λόγο), άρχισε να εξηγεί ότι απλώς ζει ανθρώπινα, αλλά πού να τον ακούσουν οι άνθρωποι;

Αρον άρον Σύνοδον, Συνέδριο και Κονγκλάβιο να συσκεφθούν οι ηγεσίες και να συναποφασίσουν οι λαοί, τι θα κάνουν με έναν Θεό που πια δεν τους εκφράζει, δεν τους εκπροσωπεί, δεν τους μοιάζει.

Θεός ελεήμων, πολυεύσπλαχνος κι αγαπησιάρης; Ευρύχωρος, παιγνιδιάρης και ταξιδιάρης; - ποιος τον χρειάζεται;

Σε κάποιον άλλον Γαλαξία ίσως. Πάντως όχι στον δικό μας.

Κι έτσι, ο πρώτος που έθεσε θέμα απόλυσης του Θεού, διαπίστωσε ότι δεν ήταν μόνος! Γιατί όχι; βεβαίως! Ναι! Ώρα να τελειώνουμε με τα κολλήματα απ' το παρελθόν! η απόφαση δεν άργησε να βγει...

Μια φορά κι έναν καιρό...