Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ /// PABLO NERUDA /ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ/ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ / ΝIKOΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ/ ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ/ D. H. LAWRENCE/STÉPHANE MALLARMÉ /ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ / GONZALO ROJAS / Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ / ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ/ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ








PABLO NERUDA 


Canto General
 
Πέτρα στην πέτρα, ο άνθρωπος πού ήταν;
Αγέρας στον αγέρα, ο άνθρωπος πού ήταν;
Χρόνος στον χρόνο, ο άνθρωπος πού ήταν;
Τάχα δεν υπήρξες, σπασμένο κομματάκι
του ανολοκλήρωτου ανθρώπου, του άδειου αητού,
που απ' τους σημερινούς δρόμους, που απ' τ' αχνάρια,
που απ' τα φύλλα του νεκρού φθινοπώρου
πορεύεται ταλανίζοντας την ψυχή ώς τον τάφο;
Το χέρι το πτωχό, το πόδι, η φτωχιά ζωή...
Οι μέρες του φωτός
που ξέφτυσε μέσα σου, όπως η βροχή
πάνω στις μπαντερίγιες της γιορτής,
σάμπως δε δώσανε φύλλο φύλλο τη μαύρη τους τροφή
στο άδειο στόμα;
Πείνα, κοράλι του ανθρώπου,
πείνα, ύπουλο φυτό, ρίζα των ξυλοκόπων,
πείνα, σάμπως, δεν ανέβηκε η ευθεία του άγριου βράχου σου
ώς στους απόμακρους τούτους ψηλούς πύργους;
Εγώ σε ανακρίνω, αλάτι των δρόμων,
δείξε μου το κουτάλι, αρχιτεκτονική άσε με
να ξύσω με μια βέργα τις πέτρινες ίνες σου,
ν' αναρριχηθώ σ' όλη την κλίμακα του αγέρα ώς το κενό,
να ξεγδάρω τα σπλάχνα ως ν' αγγίξω τον άνθρωπο.


*** /



ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ


 (محمود درويش‎) Κατάσταση πολιορκίας

[...]

Αύριο θ’ αγαπήσουμε τη ζωή.
Oταν έρθει το αύριο, η ζωή θα είναι κάτι
που μπορεί να το λατρέψουμε όπως ακριβώς είναι:
απλή ή περίπλοκη, μουντή ή πολύχρωμη…
χωρίς θείες κρίσεις και κριτήρια…
Κι αν η χαρά είναι απολύτως αναγκαία,
ας φωτίσει την καρδιά και τα λαγόνια.
Οποιος καεί με τη χαρά φυσάει και τη ζωή.

[...]



***


ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ 

Θαλερό

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ' αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη˙
κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας
μες σε διπλή γαλήνη.

***

ΝIKOΣ  ΚΑΡΟΥΖΟΣ

ΜΥΘΟΣ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΟΣ


Τα έντομα δεν είναι μελοποιοί

πρωταγωνιστούν εκείθε στην άνθηση.

Τ’ αστέρια δεν είναι ελπιδοφόρα

χειροτερεύουν επίσημα στου Σύμπαντος

τη διαστολή.

Κάνετε τόπο στο μαύρο δεν είναι πενεστεία

είναι ο βραχμανικός πλούτος

το πρώην μη-χρώμα το νυν χρώμα το εσαεί

παντοδύναμο.

Δεν είναι σκλάβος; ο πενέστης του φωτός

το μαύρο; είναι ο ύπνος του έρωτα;

Το μαύρο δεν είναι κέντημα είναι εξουσίαση

καταλεί τις μορφές-ακουαρέλες.

Αλλά και λάδια να τανε το μαύρο ξέρει

τις ανυπαρξίες.

Αλίμονο σας πτωχόμουσοι.


***

 ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ


YARA YARA


Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος.
Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.

Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.

Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα.
Ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει μην το πεις αλλού σα γάτα η λαμαρίνα
Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.

Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι.
Εγώ, - και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι.
Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.

Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ'το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
Έβενος, - γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.

Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.

Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.

Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.

Melbourne 1951



***
D. H. LAWRENCE


Πιάνο

Απαλά, στο σούρουπο, μια γυναίκα μού τραγουδά˙
Πηγαίνοντάς με πίσω στην αναπόληση των χρόνων, μέχρι που βλέπω
Ενα παιδί να κάθεται κάτω απ' το πιάνο, στη βουή
των παλλόμενων χορδών
Πιέζοντας τα μικρά, ζυγιασμένα πόδια μιας μητέρας
που χαμογελά τραγουδώντας. Σε πείσμα του εαυτού μου, η ύπουλη δεξιοτεχνία του τραγουδιού
Με προδίδει ξανά, μέχρι που η καρδιά μου κλαίει απ' το να ανήκει
Στα παλιά κυριακάτικα δειλινά στο σπίτι,
με τον χειμώνα απ' έξω
Και ύμνους στο ζεστό σαλόνι, με οδηγό μας το βαθύλαλο πιάνο. Τώρα λοιπόν είναι μάταιο για την τραγουδίστρια
να ξεσπά σε κραυγές
Παίζοντας παθιασμένα στο μεγάλο μαύρο πιάνο. Η δόξα
Των παιδικών ημερών βρίσκεται πίσω μου, η ωριμότητά μου
είν' αποθαρρυμένη
Στην πλημμύρα της μνήμης˙ κλαίω σαν παιδί για το παρελθόν.


*** 

STÉPHANE MALLARMÉ 

Θαρρείς

Ενας υπαινιγμός απλός
στη σιωπή τυλιγμένος με ειρωνεία
ή
το μυστήριο
καθώς γκρεμίζεται
ουρλιάζοντας σε κάποιον κοντινό στρόβιλο θυμηδίας και τρόμου
ίπταται γύρω απ' το βάραθρο
χωρίς να το κοσμεί
ούτε να δραπετεύει
και λικνίζει το άγραφο σημάδι του 

ΘΑΡΡΕΙΣ

***

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές



Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές

αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη

να τους βλέπουμε που και που

γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι

βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί - ξεχασμένοι έστω -

εκεί έρχεται το μαντάτο τους.



Οι καλοί ποιητές μας φεύγουνε μια μέρα

όχι γιατί πεθαίνουνε

από έμφραγμα ή από καρκίνο

αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους

λουλούδια τρομερά.



Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή

πάνε μετά στον οφθαλμίατρο

ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους

η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά

λόγια φοβισμένα κι αόριστα

οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.



Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται

αποτραβιούνται σπίτι τους

ακούγοντας δίσκους παλιούς

γράφοντας λίγο

όλο και πιο λίγο

πράγματα μέτρια.

Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα

τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται

και να κρεμάνε

κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια

μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.

Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι

ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά

που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα

κι αυτή γαντζώνεται

στα ξεραμένα φύλλα πρώτα

ύστερα στα ξερά κλαριά

σ' όλο το σώμα

και τότε λάμπει το σπίτι

λάμπει ο τόπος

για μια μόνο στιγμή



κι αποτεφρώνονται.



***

GONZALO ROJAS

Ξόρκι

5.
Πνεύμα του αλόγου που ματώνει, αυτός ο ένας είμαι εγώ
ο μάντης˙ αυτός ο εγώ δεν είναι κανείς:
το ερώτημα πάνω στα τζάμια είν’ άλλο απόψε
σ' αυτόν τον κρατήρα απ' όπου μιλώ
μόνος σαν τρελός,
το ερώτημα ποιος είναι, για να 'ρθει
Κάποιος, αν έρθει,
αλλάζει, αν αλλάξει για τώρα
τον άνεμο...
.***

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με -
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα˙
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι. Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...


***

ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ


Adieu.[...]

ΙV

Ό,τι είδαμε,ό,τι ποθήσαμε
στις πιό κρυφές μας ώρες
κάποτε έρχεται λάμποντας στο σκοτάδι
κι αθόρυβα μπαίνει στη ζωή μας.

Στο όνομα αυτής της νύχτας
που πάλι σε μένα σε χαρίζει
έλα,καλή μου,
έλα εσύ,της ομορφιάς η ωραία,
τους θεούς που μας φθονούν ας εξοργίσουμε
με τη λάμψη των σωμάτων μας.

V

Δεν είμαι άνθρωπος κοινός.
Ένας ερωτευμένος είμαι.

Σε σκέφτομαι όχι σαν κάποιος που σκέφτεται
αλλά σαν ο ένας που αγαπάει.

ΧΙΙ

Το βράδι απόψε είναι γλυκό.
Στον κήπο ανθίζει νέο πάθος.
Μια μέθη ωραία με πολιορκεί.
Ο άνεμος,της ορμής ψάλλει τον ύμνο.
Λάμπει το βλέμμα σου
από το φως του έρωτά μας.
Τίποτα δεν προσμένει πια η ψυχή.
Τώρα μπορώ να πεθάνω ευτυχισμένος.
Θα έχω ζήσει πολύ
μετά απ'αυτήν την ώρα
της άπληστης αγάπης.

Είσαι το όνειρο που μ ' εξαγνίζει.

ΧΙΙΙ

Βλέφαρα
χείλη
ένα πρόσωπο,
γύρω του
όλα τα μικρά
γνώριμα αντικείμενα
που δίνουν σ'αυτό το πάθος
το φωτεινό του σχήμα.
Είμαι εδώ για να δοξάσω εσένα,
το αιώνιο μαργαριτάρι της ζωής.
Είμαι εδώ γιατί ένας έρωτας μεγάλος
μιά βαθιά θλίψη
μας δίνεται μονάχα μιά φορά.

ΧΙV
(έντεκα τριαντάφυλλα για σένα)

Η ιδιοφυία μου δεν είναι
παρά ένας έρωτας.
Ο δικός σου.

***


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ


«Ρήματα»


Στην ξενιτιά της γλώσσας

Τυχαία ώρα. Τυχαία πλατεία. Τυχαία Ελλάδα.

Πάντως Κυριακή,/ τότε που δέεσαι το χρόνο να ειρηνέψει.

Στα παγκάκια, μισοί να κάθονται, μισοί ανεβασμένοι.

Αλβανοί./ Τώρα μιλάνε δυνατά/ και ξαναβρίσκουν όσα έκρυψε

φοβισμένος ο καιρός της σιωπής./ Ξενιτεμένοι μες στη γλώσσα τους.



Οι εδραίοι δεν της αποδίδουν σημασία,/ καν δεν τη διακρίνουν

Γι αυτό κι ελευθερώνει ερμητικό τον ήχο της.

Στο θάλαμο τηλεφωνούν. Φιλιππινέζοι. Μάλλον.

Διπλά ξενιτεμένοι αυτοί/ της γλώσσας και του δέρματος

δεσμεύουν τη φωνή τους/ αθόρυβοι διασχίζουν το ακίνητο βλέμμα μας.



Συλλέκτης μάταιος επεισοδίων/ παίρνεις να γράφεις σιωπηρά,

δίχως χαρτί ή μολύβι,/ λες ξαναλές τις φράσεις μη χαθούν,

έχει ραγίσει ο ρυθμός,/ κομπιάζει η μνήμη.

Εκείνο το βαρύ το αγενεαλόγητο: «Πατρίδα του ποιητή η γλώσσα του»

σου τρώει το νου τον φαρμακώνει.

Μα ποια πατρίδα./ Λέξεις και λέξεις και πάλι λέξεις.

Ιθαγενής του κενού,/ μετράς, διπλή- τριπλή η ξενιτιά της γλώσσας/ όταν γράφεται.

Να μένεις έξω μακριά απ’ ό,τι πόθησες/ ό,τι σχεδίασες πριν το αναθέσεις στα ρημάτια.

Να μένεις έξω μακριά/ απ’ όσους δεν νοούν τη γλώσσα σου

σε άλλον ήλιο γεννημένοι.
Έξω μακριά κι απ’ ους ομόγλωσσους/ που διασχίζουν την παλιλλαλία σου αδιάφοροι.

Μια ξενιτιά η πατρίδα σου./ Σαν έρωτα που τον ζητάς/ μόνον για να τον χάσεις.


***