Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΙΟ ΑΠΛΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
«Μα έφτανε ο ίσκιος μιας αράχνης για ν’ ανοίξει στον τοίχο ουράνιες μελωδίες»
ίσως και το γλαυκό τρεμάμενο φέγγος ενός μισολιωμένου κεριού σ’ ένα παλιό φαγωμένο ξύλινο τραπέζι μέσα στην νύχτα.
«Και καθόμουν στο ανοικτό παράθυρο ώσπου η νύχτα μ’ έτρωγε σιγά σιγά κι έμεινε εκείνο το ελάχιστο, που μόνο κανείς μ’ αυτό ανεβαίνει»
γιατί νιώθει ο ποιητής πως μόνο με τ’ ελάχιστο του εαυτού του μπορεί κανείς ν’ αναδυθεί αδέσμευτος απ’ οτιδήποτε τον βαραίνει προς το πραγματικά Όμορφο, το πραγματικά Τέλειο, το μοναδικό Άγιο. Η ανάδυση δύσκολη και συνάμα θελκτική γι’ αυτόν που την ποθεί και εξαϋλώνεται δια μέσω του πόνου και της ταπείνωσης σαν αδήριτη ανάγκη, σαν απευκταία επιθυμία.
«Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ’ ανασηκώνει πάνω από τον εαυτό σου.»
και σε οδηγεί να βρεις μια θέση στην ίδια την ζωή σου, νοηματοδοτώντας την με κάτι πιο υψηλό, πιο μεστό της, εμπλουτίζοντάς την με αγάπη προς τον άλλο, μ’ αφείδωλη προσφορά προς τον πλησίον που γίνεται εαυτός μας. Και μόνον έτσι ανακαλύπτει κανείς την άγια χρησιμότητα των πραγμάτων
«Και ξαφνικά μ’ έλουσε ολόλαμπρη, σα μια δόξα η άγια χρησιμότητα των πραγμάτων»
με αρωγό την αισθαντική ποιητική του διεισδυτικότητα ο Τάσος Λειβαδίτης κατακερματίζει το προπέτασμα και αποκαλύπτει γυμνή την ουσία των πραγμάτων επιφορτίζοντάς τα πάντοτε με θετική χροιά
«“Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον” ψέλναμε το βράδυ στον εσπερινό, μόνο τη δύστυχη Ελισάβετ με τα εκζέματα την έδιωχναν, κι εκείνη καθισμένη στον κήπο παράμερα ξυνόταν τόσο βαθιά, που βλέπαμε μια μια, να πέφτουν από πάνω της όλες οι αμαρτίες»
για τον ποιητή η αγιότητα αποκαλύπτεται στην καθημερινότητα, στην απλότητα
«Η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο»
γνωρίζει ο ποιητής ότι η αγιότητα των απλών πραγμάτων υφίσταται περήφανη στη αφθαρσία της θείας πρόνοιας που συνέχει και ζωοποιεί τα σύμπαντα. Προσμένει όμως την δική μας διυλισμένη ματιά να την αποκαλύψει και να εκστασιαστεί από το μεγαλείο της που εμπερικλείεται και στα πιο μικρά, ασήμαντα κατά πολλούς, πράγματα – καταστάσεις. Η
αιτία υπάρξεως και η ελευθερία του λόγου αποτελούν αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό όλων (εμψύχων και αψύχων) κατά τον ποιητή
«κόσμος αγνώμων, που την Ημέρα της Κρίσεως δε σκέφτηκε κάποιος να σηκώσει τη ραπτομηχανή που ήθελε να πει κι εκείνη έναν λόγο.»
Οικείος με τα πιο απλά και τα πιο ουράνια κινείται ευλύγιστα στα ποιήματά του ανάμεσα στο λογικό και το παράξενο με τέτοιο εύρυθμο τρόπο που γίνεται αγαπητό και φαντάζει γνώριμο στον αναγνώστη.
«οι άγγελοι κοιμούνται συνήθως στο πάνω πάτωμα, γι’ αυτό η μητέρα μας έλεγε να κάνουμε ησυχία το μεσημέρι»
αλλού πάλι μας ψιθυρίζει
«γιατί όταν σε διώχνουν, την ώρα που ταπεινωμένος κατεβαίνεις τη σκάλα, οι άγγελοι στον ουρανό σου ετοιμάζουν τα μελλοντικά σου φτερά»
Ο Λειβαδίτης επιμένει στην άσκηση της αυταπάρνησης του εαυτού μας και τονίζει την καθαρκτική σημασία της συγχώρεσης των άλλων.
«Μακάριοι εκείνοι που μίσησαν τον εαυτό τους, ότι αυτοί γκρέμισαν ένα βασίλειο για να βρούν από κάτω το σπειρί της άμμου που ενοχλεί τον οφθαλμό.»
ταυτόχρονα βεβαιώνει σαν σίγουρο την έσχατη ανταπόδοση όλων των ανθρωπίνων προσπαθειών
«όλων αυτών που πόνεσαν αθόρυβα κι έφυγαν σιωπηλοί και ανώνυμοι για να μπορεί μ’ ένα όνομα όλους να τους θυμάται τώρα ο Θεός.»
και πόσο εύκολη είναι για τον ποιητή η συγχώρεση!
«Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι : τους συγχωρώ έναν έναν όλους»
τούτο λοιπόν είναι το μεγαλείο της ψυχής του ανθρώπου, να μπορεί να συγχωρεί απλά, χωρίς ίχνος κακίας, χωρίς σκέψη, σαν μικρό παιδί που κοιμάται ήσυχα και δεν το βαραίνει τίποτα. Η αγιότητα στον αθηναίο ποιητή είναι σαν την παιδική ψυχή. Γράφει σε ομότιτλο ποίημά του
«ΑΓΙΟΤΗΤΑ
Ημερολόγιο ήσυχο στο τοίχο, μια ημερομηνία και οι άγιοι σιωπηλοί, χλωμοί κι αναμάρτητοι, σημειωμένοι μόνο με το μικρό τους όνομα. Όπως τους φώναζε η μητέρα τους. Κύριε κανείς δεν ήθελα να μεγαλώσει.»
Στα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη πρωταγωνιστούν οι ανώνυμοι, οι απλοί, οι τρελοί, οι επαίτες, οι ραχητικοί και φέρονται να γειτνιάζουν με τον ίδιο τον Θεό να συνομιλούν μαζί του
«Κύριε είσαι κρυμμένος πίσω από τόσα αινίγματα, ίσκιους, σκοτεινές παραβολές – πώς να σε βρω;
Όμως είναι στιγμές που σ’ αναγνωρίζω : μια ξαφνική αφθονία στην καρδιά μου σε προδίδει.»
Μια ξαφνική αφθονία, μια απερίγραπτη θεϊκή σιωπή, ένα μέγα άπειρο που ανασαίνουμε είναι η παρουσία του Θεού που βιώνουμε υπαρξιακά, που θωρούμε με φωτισμένα μάτια και αντιλαμβανόμαστε την άγια χρησιμότητα των πραγμάτων.
«Από τότε όταν βλέπω κάτι το απελπιστικό φροντίζω να κάνω τις πιο ωραίες σκέψεις λόγου χάρη, όταν τρώω στα βρώμικα οικομαγειρία και βλέπω τον ατμό από τις κατσαρόλες τον παρομοιάζω με τον Χριστό που αναλήπτεται και τότε τι σημασία να δώσεις στις μύγες που διεκδικούν το τραπέζι σου αντίθετα τις παρακολουθείς με σεβασμό και τους αφήνεις στο πιάτο σου και το μικρό μερίδιό τους, ας φάνε κι αυτές σκέφτεσαι.»
Με τα ποιήματα του Λειβαδίτη δεν αποκαλύπτεται μια ιεροποίηση των πραγμάτων. Ο ποιητής μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι όλα τα πράγματα είναι από την φύση τους αγαθά, όλα προσλαμβάνονται από την θεϊκή φωτοχυσία του Αγίου Πνεύματος αποκτώντας την πραγματική τους θέση μέσα στο ποικιλόμορφο σύμπλεγμα της κτίσεως και των θείων ενεργειών που εξακτινώνονται δυναμικά παντού
«Και η ραχητική Ελισάβετ, η πανάρχαια υπηρέτρια, που είχε σφουγγαρίσει όλη την Κόλαση και τώρα, όπου άγγιζαν τα χέρια της, κυμάτιζαν τα ήρεμα στάχυα».
(Ευχαριστίες τον δάσκαλο και φίλο Γεώργιο Κόρδη για την καλαίσθητη συμμετοχή του)
Αναστασία Γκίτση / Εκπαιδευτικός / Θεολόγος / Ποιήτρια / Συντάκτρια περιοδικού Charity.gr magazine