ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ
Δεν υπάρχει πιο βαρετό πράγμα απ’ αυτούς που προσποιούνται τους σοκαρισμένους απ’ την «αιφνίδια» κρίση. Και πιο εκνευριστικοί ανάμεσα σ’αυτούς τους νεόπτωχους φαρισαίους είναι όσοι καλλιτέχνες μας το κάνουν.
Πρώτα απ’όλα ο καλλιτέχνης ζει σε μια διαρκή κρίση, είναι πάντα φτωχός. Και χαρίζει συνεχώς πράγματα που δεν του ζήτησε κανείς.Αυτή είναι η φύση του και κανείς δεν τον υποχρέωσε να την επιλέξει. Όταν, λοιπόν, οι άλλοι -δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα- πελαγώνουν, αυτός ακόμα πιο πολύ πρέπει να μένει σταθερός σ’αυτήν την πλούσια φυλακή της ύπαρξής του.Δεν είναι ούτε δικηγόρος να σκίζει τα ρούχα του μπροστά στο ακροατήριο, ούτε συνδικαλιστής για να παζαρεύει.
Και στην περίπτωση της «κρίσης» μας, ε, εντάξει , πόσο δικαιολογημένοι είναι να πελαγώνουν άνθρωποι που μέχρι πριν δυο χρόνια σιγοσφυρίζανε στο μπάνιο τους τραγούδια από διαφημίσεις για στεγαστικά δάνεια ή για καρτοκινητούς παραδείσους;
Η κρίση, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι άρχισε μάλλον το 1974. Όταν άνθρωποι με ιδρωμένα στο σημείο της μασχάλης πουκάμισα ήταν έτοιμοι να συνδυάσουν την κλάψα της συνεχούς διεκδίκησης του καινούργιου, με την απόλυτη άρνηση να αλλάξουν έστω κι ένα εννιάρι απ’ το ζεϊμπέκικο της κυκλοθυμικής καψούρας τους.
Το να λέει ο αρχηγός τους τη μια στιγμή «έξω οι βάσεις» και την επόμενη στιγμή να υπογράφει για την παραμονή τους, παρουσιάζοντάς την υποχώρηση σαν επανάσταση είναι το απόλυτο ιστορικό παράδειγμα αυτής της μεταπολίτευσης-μαϊμούς.
Ζούσε –και ζει- ο «απροσκήνυτος» λαός μας κάνοντας το τελείως αντίθετο απ’ αυτό που λέει. Ζορμπάς μπροστά στις γκόμενες και Παναγούλης στις διηγήσεις στους νεότερους, Χατζηαβάτης και yesman μπροστά στον μεγαλοεκδότη και στον υπεύθυνο της έγκρισης των δανείων.
Και στο μεταξύ μια νεώτερη γενιά να μεγαλώνει θαυμάζοντας τον «αγωνιστή» μπαμπά της και κακομαθαίνοντας μέσα στην αμόρφωτη χλιδή που δημιούργησαν οι «ηρωϊσμοί» του, για να ανακαλύψει ξαφνικά πως δεν υπάρχει μέλλον, πως δεν υπάρχει μοναδικότητα, πως όλη αυτή η πριγκηποσύνη ήταν δανεική. Και , σαν τα καημένα τα cyborg στο «Βlade Runner» να αρχίζει να σκοτώνει και να καταστρέφει αδιακρίτως τους δημιουργούς της και την «κληρονομιά» τους.
Ποιους αιφνιδιάζει λοιπόν, η κρίση του 2009 και τα παρελκόμενα της, το ΔΝΤ και οι επόπτες των τραπεζών;
Ε, λοιπόν, εγω προτιμώ να σας πω ποιους δεν αιφνιδιάζει. Δεν αιφνιδιάζει καθόλου τους σκηνοθέτες του κινηματογράφου μας, που χρόνια ονειρεύονται και μαζεύουν τις ιδέες τους στο συρτάρι για να δουν τελικά να επιδοτούνται οι ίδιοι και οι ίδιοι. Κι όμως, χωρίς κανείς να το ζητήσει, μας χάρισαν το «Βίος και Πολιτεία» και το «Μ’αγαπάς;», τον «Ερωτα στη Χουρμαδιά», το «Μιρουπάφσιμ», και τη «Δέσποινα», τον «Βασιλιά», τους «Αγροφύλακες» και το «Σπιρτόκουτο»,το «Αυτή η νύχτα μένει» και τον «Δεκαπενταύγουστο»,την «Ακαδημία Πλάτωνος», τον «Κυνόδοντα» και τη «Στρέλλα» και αρκετούς άλλους ανύμνητους θριάμβους μιας τυφλής τρέλας που θα μπορούσε να μας κάνει πραγματικά πλούσιους.
Δεν αιφνιδιάζει τις θεατρικές ομάδες των λίγων παιδιών που σώθηκαν απ’τις αεριτζήδικες δραματικές σχολές μας :τους “Ex animo” και τους “Abovo”, τους Μαυρογεωργίου-Γάκη και τους Νάμα, τους Blitz, τους Grasshopper και τους Pequod μεταξύ άλλων, που χωρίς να λαγοκοιμούνται ανάμεσα στις αιώνιες συμπληγάδες του μπουλβάρ και του κρατικοδίαιτου αβάν-γκάρντ πήραν την γλώσσα και το σώμα και τα χάρισαν σε ένα κοινό που διψούσε γι’αυτά χωρίς να το ξέρει καν.
Δεν αιφνιδιάζει τον Νίκο Χαλβατζή, τους Κορε.Υδρο., τους Sigmatropic και τους Interstellar Overdrive, τη Μόνικα, τον Λόλεκ, τον Boy, τους Musica Ficta, τους Night on Earth, τους Modrek, τον Lumiere Brother, τη Mary και την Tango with the Lions,τον Master Of Disguise, τους Abbie Gale και τους Le Page για να αναφέρω ελάχιστους μόνο απ’αυτούς που προτίμησαν αντί να υπνοβατούν στα σκαλάκια των εταιριών ή να ακούν με συγκρατημένη οργή τους κριτές των τάλεντ σόου να ξεκινήσουν μια επικοινωνία με το κοινό που υπήρχε στο κεφάλι τους και που σύντομα αποδείχτηκε πως δεν υπήρχε μόνο εκεί.
Δεν αιφνιδιάζει τις εξαιρέσεις ανάμεσα σε εικαστικούς, κομίστες και εικονογράφους, εκείνους που, αντιπαρερχόμενοι τη ναϊφ λαϊκότητα και την βλάχικη εκδοχή της κόνσεπτ αρτ, ανεβάζουν συνεχώς τον πήχυ της καθημερινής μας αισθητικής, χωρίς εμείς απαραιτήτως να το καταλαβαίνουμε.
Δεν αιφνιδιάζει τους ελάχιστους επίσης έλληνες που δεν εκδίδουν ό,τι γράφουν, τους ελάχιστους δηλ. πραγματικούς συγγραφείς. Το «Σύσσημον» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ποίημα μείζον για το οποίο η λέξη «κρίση» είναι η ελάχιστη προϋπόθεση, εκδιδόταν μυστικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και κατάφερε να παραμείνει μυστικό και μετά από την «επίσημη» έκδοσή του.
Και ως εδώ μιλάω μόνο για όσα εγώ ξέρω. Για όσα είχα την τύχη να περάσουν από δίπλα μου, όσο συνειδητοποιούσα τα όρια της δικής μου φυλακής.
Από δω και πέρα όμως θα μιλήσω για όσα δεν ξέρω. Θα αφήσω τα χέρια μου να γλιστρήσουν πάνω σε δακτυλοθεσίες που δεν είναι για τα δικά μου δάχτυλα. Θα πω τρεις-τέσσερεις λέξεις το πολύ, γιατί είμαι φλύαρος και δεν μπορώ να πω λιγότερες. Θα υποχρεώσω την ομορφιά να ανέβει στο επίπεδο της ασχήμιας και την ασχήμια να παραδεχτεί πως δεν έχει τίποτα το σπουδαίο. Δεν θα κολακέψω ούτε λίγο τα πρεζάκια, τους εναλλακτικούς, τους φαν του “V for Vendetta” και τους τύπους που στέλνουν comments σε τύπους που στέλνουν comments.
Κρίση υπάρχει από τη μέρα που γεννήθηκα.Δεν θα σκίσω τα ρούχα μου, ούτε και τα ρούχα κανενός άλλου για κάτι τόσο συνηθισμένο στους αιώνες.Θα φορέσω κάτι που μου αρέσει και θα έρθω εκεί που είσαι εσύ.
Αναδημοσίευση από το "Ποντίκι Art" (26-8-2010)